προληφθῶ

προληφθῶ
προλαμβάνω
take
aor subj pass 1st sg (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • προλαμβάνομαι — προλαμβάνομαι, (να προληφθώ) βλ. πίν. 166 Σημειώσεις: προλαβαίνω – προλαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια → εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο. Μ αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προλαβαίνω — προλαβαίνω, πρόλαβα βλ. πίν. 200 Σημειώσεις: προλαβαίνω – προλαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια → εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο. Μ αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι. Ο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • προλαμβάνω — προλαμβάνω, πρόλαβα βλ. πίν. 165 Σημειώσεις: προλαβαίνω – προλαμβάνω, προλαμβάνομαι : τα δύο ρ. έχουν ως κοινή την έννοια → εμποδίζω, με έγκαιρη παρέμβαση, να γίνει κάτι δυσάρεστο. Μ αυτή την έννοια απαντάται και η παθητική φωνή προλαμβάνομαι. Ο… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”